- ἀλιθοκόλλητοι
- ἀλιθοκόλλητοςnot cementedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλιθοκόλλητος — ἀλιθοκόλλητος, ον (Α) [λιθοκόλλητος] καμωμένος χωρίς συνδετικές πέτρες (οἶκοι ἀλιθοκόλλητοι) … Dictionary of Greek